- γνωστικισμός
- ο(φιλοσ.), θρησκευτική κίνηση που δεν αρκείται στην πίστη, αλλά προσπαθεί να στηρίξει τη χριστιανική διδασκαλία με τη γνώση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γνωστικισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ένα σύνολο θεωριών και αιρέσεων της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής (2ος και 3ος αι. μ.Χ.). Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι των σχολών αυτών ήταν ο Σίμων ο Μάγος, ο Καρποκράτης, ο Βαλεντίνος και ο Βασιλείδης. Οι … Dictionary of Greek
Gnosis — (von altgriechisch γνῶσις: gnōsis: „[Er ]Kenntnis“) oder Gnostizismus (latinisierte Form des griechischen γνωστικισμός: gnostikismos) bezeichnet als religionswissenschaftlicher Begriff verschiedene religiöse Lehren und Gruppierungen des 2.… … Deutsch Wikipedia
Gnostik — Gnosis (von altgr. gnōsis γνῶσις ‚[Er ]Kenntnis‘) oder Gnostizismus (latinisierte Form des griechischen gnostikismos γνωστικισμός) bezeichnet als religionswissenschaftlicher Begriff verschiedene religiöse Lehren und Gruppierungen des 2. und 3.… … Deutsch Wikipedia
Gnostisch — Gnosis (von altgr. gnōsis γνῶσις ‚[Er ]Kenntnis‘) oder Gnostizismus (latinisierte Form des griechischen gnostikismos γνωστικισμός) bezeichnet als religionswissenschaftlicher Begriff verschiedene religiöse Lehren und Gruppierungen des 2. und 3.… … Deutsch Wikipedia
Gnostizismus — Gnosis (von altgr. gnōsis γνῶσις ‚[Er ]Kenntnis‘) oder Gnostizismus (latinisierte Form des griechischen gnostikismos γνωστικισμός) bezeichnet als religionswissenschaftlicher Begriff verschiedene religiöse Lehren und Gruppierungen des 2. und 3.… … Deutsch Wikipedia
Politische Gnosis — Gnosis (von altgr. gnōsis γνῶσις ‚[Er ]Kenntnis‘) oder Gnostizismus (latinisierte Form des griechischen gnostikismos γνωστικισμός) bezeichnet als religionswissenschaftlicher Begriff verschiedene religiöse Lehren und Gruppierungen des 2. und 3.… … Deutsch Wikipedia
Αλεξάνδρειας, Πατριαρχείο — Ένα από τα αρχαιότερα πρεσβυγενή πατριαρχεία. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε πολύ νωρίς στην Αίγυπτο και η ίδρυση της Εκκλησίας της Α. ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Πρώτος επίσκοπος Α., σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ο Ευαγγελιστής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει … Dictionary of Greek
Σάμη — Παράλιος οικισμός (928 κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Σάμης του νομού Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο μυχό του ομώνυμου όρμου, κοντά στα ερείπια της αρχαίας ομώνυμης πόλης. Είναι έδρα της επαρχίας και της ομωνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ., 928 κάτ.). Η … Dictionary of Greek